- καμήλοις
- κάμηλοςcamelmasc/fem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππάστρια — η (Α ἱππάστρια) νεοελλ. γυναίκα ασκημένη στην ιππασία, δεινή ιππεύτρια (αρχ. (για καμήλες) η δρομάδα, η δρομευτική («ἔπεμψαν ἱππαστρίαις καμήλοις ἀγγέλους πρὸς Πευκέσταν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ἱππαστήρ (< ἱππάζομαι)] … Dictionary of Greek
προπέμπω — ΝΜΑ 1. συνοδεύω τιμητικά ώς ένα σημείο κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ (α. «μέλη τής κυβερνήσεως θα προπέμψουν ώς το αεροδρόμιο τον επίσημο ξένο» β. «προπέμπετε τοῡτον μέλεσιν καὶ μολπαῑσιν κελαδοῡντες», Αριστοφ. γ. «προπέμπουσι… … Dictionary of Greek
σκευοφορώ — έω, Α [σκευοφόρος] φέρω αποσκευές, είμαι σκευοφόρος (α. «ἐθέλοις ἂν... τὴν γυναῑκά σου ἀκοῡσαι ὅτι σκευοφορεῑς», Ξεν. β. «σκευοφορεῑσθαι καμήλοις» έχω στη διάθεσή μου καμήλες για τη μεταφορά τών αποσκευών και άλλων πραγμάτων, Πλούτ.) … Dictionary of Greek